- θησαυροφυλακικόν
- θησαυρο-φῠλᾰκικόν or [suff] θησαυρο-φῠλᾰκῑτικόν, τό,A tax levied for the protection of granaries, PTeb.68.89,61 (b).317(ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θησαυροφυλακικόν — και θησαυροφυλακιτικόν, τὸ (Α) [θησαυροφυλάκιο] πάπ. φόρος για τη φύλαξη τών αποθηκών σιταριού … Dictionary of Greek